χειροτριβίη

χειροτριβίη
ἡ, ΜΑ, και χειροτριβία Μ [χειροτριβώ]
τριβή, τρίψιμο με το χέρι κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”